- πίνουσι
- πί̱νουσι , πίνωAër.pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)πί̱νουσι , πίνωAër.pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BRACHMANES vel BRACHMANAE — BRACHMANES, vel BRACHMANAE Palladio Bragmanes, Indornm Gymnosophistae, quorum Princeps Dandamis erat tempore Alexandri Magni; Iarchas vero, quando Apollonius Tyaneus, discendi visendique studiô ad illos se contulerat. Hi simulacra contemnebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
λακεδάμα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὅ πίνουσι οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῑκοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. Λακεδαίμων] … Dictionary of Greek
σπανοκαρπία — ἡ, Α έλλειψη καρπών («διὰ τὴν σπανοκαρπίαν πίνουσι μὲν ὕδωρ, σαρκοφαγοῡσι δὲ», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + καρπία (< καρπος < καρπός), πρβλ. πολυ καρπία] … Dictionary of Greek
τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… … Dictionary of Greek